πλατύσματα

πλατύσματα
πλάτυσμα
flat object
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάτυσμα — το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ το αποτέλεσμα τού πλατύνω 2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο νεοελλ. 1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών 2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα» ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”